αζωλιτμίνη

αζωλιτμίνη
η Χημ.
καστανοκόκκινη αζωτούχα χρωστική ουσία που μάλλον αποτελεί την κύρια ουσία τού ηλιοτροπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azolimin, νόθο σύνθ. < azo- (< azote, πρβλ. άζωτο + -litm- < litmus, λ. σκανδιναβικής προελεύσεως < litz- χρώμα + mosi «βρύο, μούσκλο» + -in (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”